- λεύκινος
- (I)-η, -ο / Α λεύκινος, -ίνη, -ον [λεύκη]φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο τηςαρχ.(για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα.————————(II)λεύκινος, -ίνη, -ον (Α) [λευκαία]κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί.
Dictionary of Greek. 2013.